ἐξιστάμενον

ἐξιστάμενον
ἐξίστημι
displace
pres part mp masc acc sg
ἐξίστημι
displace
pres part mp neut nom/voc/acc sg
ἐξιστά̱μενον , ἐξιστάω
pres part mp masc acc sg (doric aeolic)
ἐξιστά̱μενον , ἐξιστάω
pres part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”